Μαρία
Κασίμη: «Εκείνο που θυμάμαι ήταν η φωτιά
στο Μεσοχώρι που ήταν με χώμα. Το πρωί μαζεύομαστε τα παιδιά του χωριού και
πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι για να μαζέψουμε ξύλα...»
Αμαλία
Λωλίδη: «Ετοιμάζαμε τη φωτιά στο Μεσοχώρι...ήταν
πολύ ψηλή....Μετά ντυνόμασταν και βγαίναμε...
Θυμάμαι
τη μαμά μου, Κλεονίκη Λωλίδη. Ντυνόταν γιατρός...φορούσε κοστούμι... είχε και
τσάντα τύπου ιατρική και είχε μέσα γάζες, θερμόμετρα, πιεσόμετρο και
ακουστικά...τριγύρναγε στο Μεσοχώρι κι εξέταζε τον κόσμο...μάλιστα φορούσε και
μάσκα κι έκανε μεγάλο νταβαντούρι...»
Μαριγώ Παπαγιαννοπούλου:
«Απόκριες στο χωριό μια ευκαιρία για ξεφάντωμα κυρίως
την Κυριακή της Τυρινής. Από το απόγευμα του Σαββάτου τα μεγαλύτερα παιδιά του
χωριού φρόντιζαν να συγκεντρώσουν τα ξύλα για τη μεγάλη φωτιά (τζιαμάκα)
από όλα τα σπίτια του χωριού, έκοβαν και κέδρα από τον Άγιο Κωνσταντίνο
και κάποια ρόδα αυτοκινήτου που είχε μείνει στο χωριό ή εκεί κοντά από κάποιο
φορτηγό την κουβαλούσαν και αυτή. Η φωτιά στηνόταν στο κέντρο στο Μεσοχώρι το
απόγευμα της Κυριακής. Έστηναν πρώτα τα ξύλα σε σχήμα κώνου και στην κορυφή το
κέδρο. Όταν άναβε η φωτιά αυτό έβγαζε σπίθες σαν πυροτεχνήματα. Την ρόδα τη
βάζαμε στο τέλος όταν είχαν μείνει μόνο κάρβουνα. Η φωτιά άναβε μόλις
έπεφτε το σκοτάδι και χορεύαμε γύρω από αυτνή όλοι, μικροί μεγάλοι, άνδρες και
γυναίκες. Για τη μουσική είχαμε πικάπ .
Όλο το
χωριό έπαιρνε μέρος στα δρώμενα αλλά πρωταγωνιστικό πρόσωπο ήταν η θεία μου, Κλεονίκη
Λωλίδη. Στο σπίτι της μαζευόμαστε νωρίς το απόγευμα της αποκριάς εκείνη άνοιγε
το μπαούλο έβγαζε τα ρούχα και ντυνόμαστε με προσωπίδες
(καρναβάλια). Στόχος ήταν να μην γνωριζόμαστε για αυτό η μάσκα κάλυπτε όλο το
πρόσωπο. Άλλος έκανε τον πραματευτή, άλλος τον γανωτή, άλλος τον μεθυσμένο, ο
γαμπρός και η νύφη είχαν την τιμητική τους, οι γυναίκες τους άνδρες και
αντίστροφα μέχρι μαξιλάρια βάζαμε για καμπούρα και κοιλιά .
Θυμάμαι
κάποια φορά τη θεία μου Κλεονίκη να παριστάνει το γιατρό...φορούσε κοστούμι, σκαρπίνια
στα πόδια στα χέρια της κρατούσε δερμάτινη τσάντα παρόμοια με εκείνη των
γιατρών και μέσα είχε όλα τα σχετικά (πιεσόμετρο, ακουστικά, ένεση και
καλμαλίνες και ένα κουτάλι για να βλέπει το λαιμό) τριγυρνούσε στο χωριό και
εξέταζε τον κόσμο με εμάς τα παιδιά να τρέχουμε πίσω της σκασμένα στα γέλια...
Είχαμε και
χαρτοπόλεμο και σερπατίνες τα αγοράζαμε από το μπακάλικο του Χριστόφορου ένα
πενηνταράκι ένα χωνί φτιαγμένο από φύλλο εφημερίδας γεμάτο χαρτοπόλεμο. Θυμάμαι
κάποια φορά να ρίχνουμε χαρτοπόλεμο με τα ξαδέρφια μου στον παππού τους
Θεόκριτο Λωλίδη όλο το ματζάτο τους είχε γεμίσει μικρά πολύχρωμα χαρτάκια και
εκείνος να γελά και να παίζει μαζί μας....»
Μαρίνα Ράπτου: «Θυμάμαι
το δεμένο αυγό και την κρεατόπιτα που έκανε η γιαγιά...»
Ηλίας
Σπυρόπουλος: «Το μονο έθιμο
που Γνωριζω για τις Αποκριες και που το Τηρουσαμε με Θρησκευτικη Ευλαβεια με
Γονεις παππουδες...Το Έθιμο Χάσκα [Χαψαρο στην Ηπειρο] Την τελευταία Κυριακή
της Αποκριάς..Ο γεροντότερος δένει μια κλωστή στον πλάστη,με τον οποίο
ανοίγονται τα φύλλα της πίτας και στην άκρη της κλωστής δένεται ένα
ξεφλουδισμένο βραστό αυγό . Όλοι κάθονται οκλαδόν σε γύρω και από την μέση ο
παππούς κουναει σαν εκκρεμές αυγό στα στόματα των μελών της οικογένειας, τα
οποία έχουν δεμένα στην πλάτη τα χέρια τους και προσπαθούν να χάψουν το αυγό. Η
διαδικασία είναι πολύ διασκεδαστική γιατί δεν είναι εύκολο να φαγωθεί το αυγό
.Το έθιμο της χάσκας το επιβάλει σαρακοστιανή επιταγή που λέει .......<<
με αυγό κλείνει το στόμα το βράδυ της απόκριας και με αυγό ανοίγει πάλι το
βράδυ της Ανάστασης>> ..........υπενθυμίζοντας τη νηστεία που πρέπει να
τηρηθεί στο μεσοδιάστημα αυτό . Στο τέλος ζητούσαν συγχωρέση ο ένας από τον
άλλον και οι μικρότεροι ασπάζονταν τα χέρια των μεγαλυτέρων της οικογένειας
(παππούς ,πατέρας ,νονός) και εύχονταν καλή σαρακοστή και καλή Ανάσταση».
Νίκη
και Χρήστος Σταμούλης: «Θυμόμαστε
ότι ανάβαμε φωτιά στην είσοδο του χωριού εκεί που σήμερα παρκάρουμε τα αυτοκίνητα...»
Κίμωνας
Χρήστου: «Θυμάμαι την Τζαμάκα ή αλλιώς
Τζαμάλα! Πηγαίνανε τα παιδιά το πρωί από σπίτι σε σπίτι κ μάζευαν ξύλα. Έκλεβαν
και κάποια όταν κάποιοι δεν τους έδιναν...τα στήνανε στο Μεσοχώρι και το βράδυ
την άναβαν και ξενυχτούσαν όλο το βράδυ με χορό και τραγούδια έως την επόμενη
μέρα που ήταν καθαρά Δευτέρα και ό,τι περίσσευε από πίτες και κρέατα το έτρωγαν.»